κοινοποίησις
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοινοποίησις < κοινοποιῶ, κοινοποιη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύετσει σε κοινο- + -ποίησις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κοινοποίηση (με διαφορετική σημασία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινοποίησις θηλυκό
- το να κάνω κάτι κοινό
- ※ 12ος αιώνας - ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης Eustathius, Opuscula, ed. Th.L.F.Tafel. Frankfurt/Main 1832 (Index S.I–XXXI) [Ευστ.Πον. EustOp] 222,6.
- ὅτε τις προκαλέσεταί εἰς κοινοποίησιν βαλαντίου [1]
- → λείπει η μετάφραση
- γενίκευση, επέκταση
- βεβήλωση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κοινός και ποιῶ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοινοποίησις σελ.3980 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Πηγές
επεξεργασία- κοινοποίησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)