μοιράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈɾa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μοι‐ρά‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαμοιράζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος μοιράζω
- παθητικές σημασίες του μοιράζω
- εγώ και κάποιος άλλος παίρνουμε μερίδιο από το ίδιο πράγμα
- ⮡ Η οικογένεια μοιράστηκε με τον ξένο το φτωχικό φαγητό.
- (μεταφορικά) έχω με κάποιον άλλον κοινές εμπειρίες
- ⮡ Εμείς οι δυο μοιραστήκαμε τα ίδια βάσανα και τις ίδιες ελπίδες.
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μοιράζω