distribution
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌdɪstɹəˈbjuːʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
distribution (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κατανομή, η μοιρασιά, ο τρόπος με τον οποίο κάτι διαδίδεται ή υπάρχει σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή μεταξύ μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων
- ⮡ Social welfare depends as much on the size of the national income as on its method of distribution.
- Η κοινωνική ευημερία εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.
- ⮡ The distribution of the world’s wealth is unfair.
- Η κατανομή του παγκόσμιου πλούτου είναι άνιση.
- ⮡ There must be uniform distribution of weight inside the vehicle.
- Πρέπει να γίνεται ομοιόμορφη κατανομή του βάρους μέσα στο όχημα.
- ⮡ The population distribution in cities and villages will be studied.
- Θα μελετηθεί η κατανομή του πληθυσμού στις πόλεις και στα χωριά.
- ⮡ They fought over the distribution of the stolen goods.
- Καβγάδισαν στην μοιρασιά των κλοπιμαίων.
- ⮡ Social welfare depends as much on the size of the national income as on its method of distribution.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η ενέργεια του να διανέμω ή του να μοιράζω
- ⮡ distribution of tents to the earthquake victims - διανομή σκηνών στους σεισμοπαθείς
- ⮡ distribution of the daily press - διανομή του ημερήσιου τύπου
- ⮡ distribution of profits to shareholders - κατανομή των κερδών στους μετόχους
- ⮡ distribution of notices - μοίρασμα προκηρύξεων
- (μη μετρήσιμο) η διανομή, το σύστημα μεταφοράς και παράδοσης ενός προϊόντος
- ⮡ a distribution network - δίκτυο διανομής
- (λογιστική) η διάθεση (εμπορευμάτων, προϊόντων)
- ⮡ distribution expenses - έξοδα διάθεσης
- (λογισμικό) διανομή συλλογής εφαρμογών (λογισμικού), η διαδικασία της διανομής