πολυβόλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολυβόλο | τα | πολυβόλα |
γενική | του | πολυβόλου | των | πολυβόλων |
αιτιατική | το | πολυβόλο | τα | πολυβόλα |
κλητική | πολυβόλο | πολυβόλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυβόλο < (ελληνιστική κοινή), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυβόλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυβόλο ουδέτερο
- αυτόματο όπλο του πεζικού που έχει τη δυνατότητα να βάλλει κατά ριπάς, εκτοξεύοντας μεγάλο αριθμό βλημάτων σε λίγο χρόνο
- πυροβόλο όπλο που στηρίζεται σε βάση και ρίχνει πολλά βλήματα σε μικρό χρονικό διάστημα
- (μεταφορικά) καθετί ή καθένας που ρίχνει κάτι ορμητικά ή ασταμάτητα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυβόλο
|