οπλοπολυβόλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοπλοπολυβόλο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος, οπλισμός) ελαφρό αυτόματο πυροβόλο όπλο του πεζικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπλοπολυβόλο
|
οπλοπολυβόλο ουδέτερο
|