ενικός         πληθυντικός  
mitrailleuse mitrailleuses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mitrailleuse (fr) θηλυκό

  1. το μυδραλιοβόλο
  2. το πολυβόλο
  3. η πολυβολήτρια

Συγγενικά

επεξεργασία