μυδραλιοβόλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυδραλιοβόλο < (καθαρεύουσα) μυδραλλιοβόλον < μυδράλλιον + βάλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mitrailleuse)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυδραλιοβόλο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος, οπλισμός) είδος πολυβόλου, πυροβόλου όπλου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυδραλιοβόλο