μυδράλιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυδράλιο | τα | μυδράλια |
γενική | του | μυδράλιου | των | μυδράλιων |
αιτιατική | το | μυδράλιο | τα | μυδράλια |
κλητική | μυδράλιο | μυδράλια | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μυδράλιο < γαλλική mitraille<αρχαία γαλλική mite ″χάλκινα νομίσματα″.(παρετυμολογική επίδραση της λέξης μύδρος)
Η αρχική σημασία της mitraille ήταν ″κομμάτι μετάλλου″. Η εξέλιξή της ως βλήμα πυροβόλου όπλου μεγάλου διαμετρήματος ανάγεται στον 17ο αιώνα. Το 1851 κατασκευάζεται το πρώτο μυδράλιο ή μυδραλιοβόλο, (mitreilleuse), ως όπλο με πολλαπλές κάννες, σε αντίθεση προς το πολυβόλο το οποίο είναι μονόκαννο.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μυδράλιο ουδέτερο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μυδράλιο
|