μυδράλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυδράλιο | τα | μυδράλια |
γενική | του | μυδράλιου | των | μυδράλιων |
αιτιατική | το | μυδράλιο | τα | μυδράλια |
κλητική | μυδράλιο | μυδράλια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυδράλιο < (καθαρεύουσα), αρχικά ως πρώτο συνθετικό μυδραλιο-,[1] μυδράλ(λ)ιον, λόγιο δάνειο από τη γαλλική mitraille[2] < παλαιά γαλλικά mite (ορειχάλκινο νόμισμα, 18ος αιώνας: βλήμα κανονιού) με παρετυμολογική επίδραση της λέξης μύδρος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈðɾa.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐δρά‐λι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυδράλιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυδράλιο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μυδράλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας