mitrailleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mitrailleur | mitrailleurs |
θηλυκό | mitrailleuse | mitrailleuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmitrailleur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mitrailleur | mitrailleurs |
θηλυκό | mitrailleuse | mitrailleuses |
mitrailleur (fr) αρσενικό