καραμπίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καραμπίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carabina < γαλλική carabine < carabin (στρατιώτης του ελαφρού ιππικού)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραμπίνα θηλυκό
- ελαφρό πυροβόλο όπλο με κοντάκι και μία κοντή κάννη, βραχύκαννο φορητό όπλο
- αυτός που μαθαίνει κάτι με βραδύ τρόπο