Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καραμπινάτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καραμπινάτ
ος
η
καραμπινάτ
η
το
καραμπινάτ
ο
γενική
του
καραμπινάτ
ου
της
καραμπινάτ
ης
του
καραμπινάτ
ου
αιτιατική
τον
καραμπινάτ
ο
την
καραμπινάτ
η
το
καραμπινάτ
ο
κλητική
καραμπινάτ
ε
καραμπινάτ
η
καραμπινάτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καραμπινάτ
οι
οι
καραμπινάτ
ες
τα
καραμπινάτ
α
γενική
των
καραμπινάτ
ων
των
καραμπινάτ
ων
των
καραμπινάτ
ων
αιτιατική
τους
καραμπινάτ
ους
τις
καραμπινάτ
ες
τα
καραμπινάτ
α
κλητική
καραμπινάτ
οι
καραμπινάτ
ες
καραμπινάτ
α
Κατηγορία
όπως «
ξένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καραμπινάτος
<
καραμπίνα
+
-άτος
Επίθετο
επεξεργασία
καραμπινάτος, -η, -ο
που δεν
αμφισβητείται
από τον λέγοντα (ή γράφοντα)
Συγγενικά
επεξεργασία
καραμπινάτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καραμπινάτος
γαλλικά
:
carabiné
(fr)
,
gratiné
(fr)
,
violent
(fr)