• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πολυβολισμός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυβολισμός οι πολυβολισμοί
      γενική του πολυβολισμού των πολυβολισμών
    αιτιατική τον πολυβολισμό τους πολυβολισμούς
     κλητική πολυβολισμέ πολυβολισμοί
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πολυβολισμός < → λείπει η ετυμολογία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.ɾɔ.vɔ.li.ˈzmɔs/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πολυβολισμός αρσενικό

  • πυροβολισμός με πολυβόλο


Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • πολυβολαρχία
  • πολυβολητής
  • πολυβολισμός
  • πολυβόλο
  • πολυβολώ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πολυβολισμός
  • γαλλικά : mitraillage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πολυβολισμός&oldid=4846763"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:44

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:44.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie