σπινθηροβολώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπινθηροβολώ < ελληνιστική κοινή σπινθηροβολέω / σπινθηροβολῶ < σπινθηροβόλος < αρχαία ελληνική σπινθήρ + βάλλω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική étinceler[1][2])
Ρήμα
επεξεργασίασπινθηροβολώ
- είμαι σπινθηροβόλος
- (κυριολεκτικά) διασκορπίζει στο περιβάλλον σπινθήρες
- (συνεκδοχικά) αντανακλά κάποιο φως
- (μεταφορικά) φαίνομαι ιδιαίτερα έξυπνος και πνευματώδης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σπινθηροβόλος, σπινθήρας και βάλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπινθηροβολώ | σπινθηροβολούσα | θα σπινθηροβολώ | να σπινθηροβολώ | σπινθηροβολώντας | |
β' ενικ. | σπινθηροβολείς | σπινθηροβολούσες | θα σπινθηροβολείς | να σπινθηροβολείς | (σπινθηροβόλει) | |
γ' ενικ. | σπινθηροβολεί | σπινθηροβολούσε | θα σπινθηροβολεί | να σπινθηροβολεί | ||
α' πληθ. | σπινθηροβολούμε | σπινθηροβολούσαμε | θα σπινθηροβολούμε | να σπινθηροβολούμε | ||
β' πληθ. | σπινθηροβολείτε | σπινθηροβολούσατε | θα σπινθηροβολείτε | να σπινθηροβολείτε | σπινθηροβολείτε | |
γ' πληθ. | σπινθηροβολούν(ε) | σπινθηροβολούσαν(ε) | θα σπινθηροβολούν(ε) | να σπινθηροβολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπινθηροβόλησα | θα σπινθηροβολήσω | να σπινθηροβολήσω | σπινθηροβολήσει | ||
β' ενικ. | σπινθηροβόλησες | θα σπινθηροβολήσεις | να σπινθηροβολήσεις | σπινθηροβόλησε | ||
γ' ενικ. | σπινθηροβόλησε | θα σπινθηροβολήσει | να σπινθηροβολήσει | |||
α' πληθ. | σπινθηροβολήσαμε | θα σπινθηροβολήσουμε | να σπινθηροβολήσουμε | |||
β' πληθ. | σπινθηροβολήσατε | θα σπινθηροβολήσετε | να σπινθηροβολήσετε | σπινθηροβολήστε | ||
γ' πληθ. | σπινθηροβόλησαν σπινθηροβολήσαν(ε) |
θα σπινθηροβολήσουν(ε) | να σπινθηροβολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπινθηροβολήσει | είχα σπινθηροβολήσει | θα έχω σπινθηροβολήσει | να έχω σπινθηροβολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπινθηροβολήσει | είχες σπινθηροβολήσει | θα έχεις σπινθηροβολήσει | να έχεις σπινθηροβολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπινθηροβολήσει | είχε σπινθηροβολήσει | θα έχει σπινθηροβολήσει | να έχει σπινθηροβολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπινθηροβολήσει | είχαμε σπινθηροβολήσει | θα έχουμε σπινθηροβολήσει | να έχουμε σπινθηροβολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπινθηροβολήσει | είχατε σπινθηροβολήσει | θα έχετε σπινθηροβολήσει | να έχετε σπινθηροβολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπινθηροβολήσει | είχαν σπινθηροβολήσει | θα έχουν σπινθηροβολήσει | να έχουν σπινθηροβολήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σπινθηροβολώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σπινθηροβολώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)