πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπινθηροβόλος η σπινθηροβόλα
& σπινθηροβόλος
το σπινθηροβόλο
      γενική του σπινθηροβόλου της σπινθηροβόλας
& σπινθηροβόλου
του σπινθηροβόλου
    αιτιατική τον σπινθηροβόλο τη σπινθηροβόλα
& σπινθηροβόλο
το σπινθηροβόλο
     κλητική σπινθηροβόλε σπινθηροβόλα
& σπινθηροβόλε
σπινθηροβόλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπινθηροβόλοι οι σπινθηροβόλες
& σπινθηροβόλοι
τα σπινθηροβόλα
      γενική των σπινθηροβόλων των σπινθηροβόλων των σπινθηροβόλων
    αιτιατική τους σπινθηροβόλους τις σπινθηροβόλες
& σπινθηροβόλους
τα σπινθηροβόλα
     κλητική σπινθηροβόλοι σπινθηροβόλες
& σπινθηροβόλοι
σπινθηροβόλα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spin.θi.roˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπινθηροβόλος

Αναφορές

επεξεργασία
  1. σπινθηροβόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σπινθηροβόλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)