σπινθηροβόλημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπινθηροβόλημα < σπινθηροβολώ + -μα < ελληνιστική κοινή σπινθηροβόλος < αρχαία ελληνική σπινθήρ + βάλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπινθηροβόλημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σπινθηροβολώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπινθηροβόλημα
|