σπιθοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπιθοβόλος < σπιθοβολώ + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Επίθετο
επεξεργασίασπιθοβόλος
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) που σπιθοβολά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπιθοβόλος
|
Πηγές
επεξεργασία- σπιθοβόλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)