Ετυμολογία

επεξεργασία
γυροβολώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυροβολῶ

γυροβολώ

  1. τριγυρίζω
  2. φέρνω γύρω γύρω
  3. (χορός) περιστρέφομαι χορευτικά ή κάνω χορευτική φιγούρα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία