Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεννοβολώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

γεννοβολώ

  • γεννώ πολλά παιδιά και πολύ συχνά

  Μεταφράσεις επεξεργασία