Ετυμολογία

επεξεργασία
μηλοβολώ < μηλοβόλος

μηλοβολώ

  1. αναδεικνύω, επιλέγω με ρίψη μήλου
  2. επιλέγω σύζυγο με ρίψη μήλου
  3. συμμετέχω σε έθιμο μηλοβολίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία