μηλοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηλοβολώ < μηλοβόλος
Ρήμα
επεξεργασίαμηλοβολώ
- αναδεικνύω, επιλέγω με ρίψη μήλου
- επιλέγω σύζυγο με ρίψη μήλου
- συμμετέχω σε έθιμο μηλοβολίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηλοβολώ
|
μηλοβολώ
|