μηλοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμηλοβόλος αρσενικό
- (παρωχημένο) που πετούσε μήλα σε κοπέλα, ως ένδειξη αγάπης
- αυτός που συμμετέχει σε γαμικό έθιμο μηλοβολίας
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μηλοβόλος
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.