μηλοβολημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηλοβολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηλοβολώ
Μετοχή
επεξεργασίαμηλοβολημένος, -η, -ο
- που έχει μηλοβοληθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηλοβολημένος
|
μηλοβολημένος, -η, -ο
|