Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηλοβολία οι μηλοβολίες
      γενική της μηλοβολίας των μηλοβολιών
    αιτιατική τη μηλοβολία τις μηλοβολίες
     κλητική μηλοβολία μηλοβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηλοβολία < μηλοβόλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηλοβολία ουδέτερο

  1. η επιλογή ή ανάδειξη προσώπου με βολή μήλου
    η μηλοβολία αποτελεί ελληνικό πανάρχαιο, (από τους μυθικούς χρόνους), γαμικό έθιμο, στην επιλογή συζύγου, που συνεχίζει να υφίσταται και σήμερα στην ελληνική ύπαιθρο με διάφορες παραλλαγές.

  Μεταφράσεις επεξεργασία