(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονοβολώ < (ελληνιστική κοινή) χιονοβολοῦμαι, συνηρημένος τύπος του χιονοβολέομαι στην ενεργητική φωνή + -βολώ, χιονο- + -βολώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ço.no.voˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐βο‐λώ

  Ρήμα επεξεργασία

χιονοβολώ

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή: ?

  Μεταφράσεις επεξεργασία