χιονοβολώ
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιονοβολώ < (ελληνιστική κοινή) χιονοβολοῦμαι, συνηρημένος τύπος του χιονοβολέομαι στην ενεργητική φωνή + -βολώ, χιονο- + -βολώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ço.no.voˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐βο‐λώ
Ρήμα
επεξεργασίαχιονοβολώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χιονοβολώ | χιονοβολούσα | θα χιονοβολώ | να χιονοβολώ | χιονοβολώντας | |
β' ενικ. | χιονοβολείς | χιονοβολούσες | θα χιονοβολείς | να χιονοβολείς | (χιονοβόλει) | |
γ' ενικ. | χιονοβολεί | χιονοβολούσε | θα χιονοβολεί | να χιονοβολεί | ||
α' πληθ. | χιονοβολούμε | χιονοβολούσαμε | θα χιονοβολούμε | να χιονοβολούμε | ||
β' πληθ. | χιονοβολείτε | χιονοβολούσατε | θα χιονοβολείτε | να χιονοβολείτε | χιονοβολείτε | |
γ' πληθ. | χιονοβολούν(ε) | χιονοβολούσαν(ε) | θα χιονοβολούν(ε) | να χιονοβολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χιονοβόλησα | θα χιονοβολήσω | να χιονοβολήσω | χιονοβολήσει | ||
β' ενικ. | χιονοβόλησες | θα χιονοβολήσεις | να χιονοβολήσεις | χιονοβόλησε | ||
γ' ενικ. | χιονοβόλησε | θα χιονοβολήσει | να χιονοβολήσει | |||
α' πληθ. | χιονοβολήσαμε | θα χιονοβολήσουμε | να χιονοβολήσουμε | |||
β' πληθ. | χιονοβολήσατε | θα χιονοβολήσετε | να χιονοβολήσετε | χιονοβολήστε | ||
γ' πληθ. | χιονοβόλησαν χιονοβολήσαν(ε) |
θα χιονοβολήσουν(ε) | να χιονοβολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χιονοβολήσει | είχα χιονοβολήσει | θα έχω χιονοβολήσει | να έχω χιονοβολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χιονοβολήσει | είχες χιονοβολήσει | θα έχεις χιονοβολήσει | να έχεις χιονοβολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χιονοβολήσει | είχε χιονοβολήσει | θα έχει χιονοβολήσει | να έχει χιονοβολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χιονοβολήσει | είχαμε χιονοβολήσει | θα έχουμε χιονοβολήσει | να έχουμε χιονοβολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χιονοβολήσει | είχατε χιονοβολήσει | θα έχετε χιονοβολήσει | να έχετε χιονοβολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χιονοβολήσει | είχαν χιονοβολήσει | θα έχουν χιονοβολήσει | να έχουν χιονοβολήσει |
|
Παθητική φωνή: ?
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιονοβολώ
|