Δείτε επίσης: ἀνθοβολῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθοβολώ < (ελληνιστική κοινήἀνθοβολέω / ἀνθοβολῶ (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική défleurir)

ανθοβολώ

  1. (βοτανική) ανθίζω
  2. (μεταφορικά) ευωδιάζω
  3. (βοτανική) ρίχνω τα άνθη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία