πεντοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεντοβολώ < πενταπόσταγμα + μοσχοβολώ[1]
Ρήμα
επεξεργασίαπεντοβολώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πεντοβολάω - πεντοβολώ | πεντοβολούσα | θα πεντοβολάω - πεντοβολώ | να πεντοβολάω - πεντοβολώ | πεντοβολώντας | |
β' ενικ. | πεντοβολάς | πεντοβολούσες | θα πεντοβολάς | να πεντοβολάς | πεντοβόλα - πεντοβόλαγε | |
γ' ενικ. | πεντοβολάει - πεντοβολά | πεντοβολούσε | θα πεντοβολάει - πεντοβολά | να πεντοβολάει - πεντοβολά | ||
α' πληθ. | πεντοβολάμε - πεντοβολούμε | πεντοβολούσαμε | θα πεντοβολάμε - πεντοβολούμε | να πεντοβολάμε - πεντοβολούμε | ||
β' πληθ. | πεντοβολάτε | πεντοβολούσατε | θα πεντοβολάτε | να πεντοβολάτε | πεντοβολάτε | |
γ' πληθ. | πεντοβολάν(ε) - πεντοβολούν(ε) | πεντοβολούσαν(ε) | θα πεντοβολάν(ε) - πεντοβολούν(ε) | να πεντοβολάν(ε) - πεντοβολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πεντοβόλησα | θα πεντοβολήσω | να πεντοβολήσω | πεντοβολήσει | ||
β' ενικ. | πεντοβόλησες | θα πεντοβολήσεις | να πεντοβολήσεις | πεντοβόλα - πεντοβόλησε | ||
γ' ενικ. | πεντοβόλησε | θα πεντοβολήσει | να πεντοβολήσει | |||
α' πληθ. | πεντοβολήσαμε | θα πεντοβολήσουμε | να πεντοβολήσουμε | |||
β' πληθ. | πεντοβολήσατε | θα πεντοβολήσετε | να πεντοβολήσετε | πεντοβολήστε | ||
γ' πληθ. | πεντοβόλησαν πεντοβολήσαν(ε) |
θα πεντοβολήσουν(ε) | να πεντοβολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πεντοβολήσει | είχα πεντοβολήσει | θα έχω πεντοβολήσει | να έχω πεντοβολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πεντοβολήσει | είχες πεντοβολήσει | θα έχεις πεντοβολήσει | να έχεις πεντοβολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πεντοβολήσει | είχε πεντοβολήσει | θα έχει πεντοβολήσει | να έχει πεντοβολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πεντοβολήσει | είχαμε πεντοβολήσει | θα έχουμε πεντοβολήσει | να έχουμε πεντοβολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πεντοβολήσει | είχατε πεντοβολήσει | θα έχετε πεντοβολήσει | να έχετε πεντοβολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πεντοβολήσει | είχαν πεντοβολήσει | θα έχουν πεντοβολήσει | να έχουν πεντοβολήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεντοβολώ
|
- ↑ πεντοβολώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας