τοξοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοξοβόλος < ελληνιστική κοινή τοξοβόλος < αρχαία ελληνική τόξον + βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοξοβόλος αρσενικό ή θηλυκό
- (αθλητισμός) που ασχολείται με την τοξοβολία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοξοβόλος < αρχαία ελληνική τόξ(ον) + -ο- + -βόλος
Επίθετο
επεξεργασίατοξοβόλος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) αυτός που ρίχνει βέλη με το τόξο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τόξον
Δείτε επίσης
επεξεργασίανέα ελληνικά
Πηγές
επεξεργασία- τοξοβόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .