Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοξοβόλος οι τοξοβόλοι
      γενική του τοξοβόλου των τοξοβόλων
    αιτιατική τον τοξοβόλο τους τοξοβόλους
     κλητική τοξοβόλε τοξοβόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοξοβόλος < ελληνιστική κοινή τοξοβόλος < αρχαία ελληνική τόξον + βάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοξοβόλος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τοξοβόλος τὸ τοξοβόλον
      γενική τοῦ/τῆς τοξοβόλου τοῦ τοξοβόλου
      δοτική τῷ/τῇ τοξοβόλ τῷ τοξοβόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν τοξοβόλον τὸ τοξοβόλον
     κλητική ! τοξοβόλε τοξοβόλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τοξοβόλοι τὰ τοξοβόλ
      γενική τῶν τοξοβόλων τῶν τοξοβόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς τοξοβόλοις τοῖς τοξοβόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς τοξοβόλους τὰ τοξοβόλ
     κλητική ! τοξοβόλοι τοξοβόλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τοξοβόλω τὼ τοξοβόλω
      γεν-δοτ τοῖν τοξοβόλοιν τοῖν τοξοβόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοξοβόλος < αρχαία ελληνική τόξ(ον) + -ο- + -βόλος

  Επίθετο επεξεργασία

τοξοβόλος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τόξον

Δείτε επίσης επεξεργασία

νέα ελληνικά

  Πηγές επεξεργασία