↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαϊτευτής οι σαϊτευτές
      γενική του σαϊτευτή των σαϊτευτών
    αιτιατική τον σαϊτευτή τους σαϊτευτές
     κλητική σαϊτευτή σαϊτευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαϊτευτής < σαΐτεύω + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαϊτευτής αρσενικό

  1. αυτός που ρίχνει ένα βέλος (μια σαΐτα), ο τοξοβόλος, ο τοξότης
    ω Φοίβε, ..., έριξες τη λύρα, κι έγινες σαϊτευτής (Κωστής Παλαμάς)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία