σαϊτευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαϊτευτής αρσενικό
- αυτός που ρίχνει ένα βέλος (μια σαΐτα), ο τοξοβόλος, ο τοξότης
- ω Φοίβε, ..., έριξες τη λύρα, κι έγινες σαϊτευτής (Κωστής Παλαμάς)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαϊτευτής
|