ιοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιοβόλος | η | ιοβόλος & ιοβόλα |
το | ιοβόλο |
γενική | του | ιοβόλου | της | ιοβόλου & ιοβόλας |
του | ιοβόλου |
αιτιατική | τον | ιοβόλο | την | ιοβόλο & ιοβόλα |
το | ιοβόλο |
κλητική | ιοβόλε | ιοβόλε & ιοβόλα |
ιοβόλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιοβόλοι | οι | ιοβόλοι & ιοβόλες |
τα | ιοβόλα |
γενική | των | ιοβόλων | των | ιοβόλων | των | ιοβόλων |
αιτιατική | τους | ιοβόλους | τις | ιοβόλους & ιοβόλες |
τα | ιοβόλα |
κλητική | ιοβόλοι | ιοβόλοι & ιοβόλες |
ιοβόλα | |||
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιοβόλος < αρχαία ελληνική ἰοβόλος < ἰός (δηλητήριο) + βάλλω
Επίθετο
επεξεργασίαιοβόλος, -ος / -α, -ο
- (κυριολεκτικά) που ρίχνει δηλητήριο
- ≈ συνώνυμα: δηλητηριώδης
- ιοβόλος όφις
- (μεταφορικά) που έχει κακία κι εμπάθεια