ελαφηβόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαφηβόλος < αρχαία ελληνική ἐλαφηβόλος < ἔλαφος + βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελαφηβόλος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- ελαφηβολία
- → δείτε τις λέξεις Ελαφηβολιών, ελάφι και βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελαφηβόλος
|