Δείτε επίσης: Ἐλαφηβολιών
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ελαφηβολιών οι Ελαφηβολιώνες
      γενική του Ελαφηβολιώνος των Ελαφηβολιώνων
    αιτιατική τον Ελαφηβολιώνα τους Ελαφηβολιώνες
     κλητική Ελαφηβολιών Ελαφηβολιώνες
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε την κλίση για το αρχαίο Ἐλαφηβολιών και τη νεότερη μορφή Ελαφηβολιώνας.
Κατηγορία όπως «Αρμαγεδών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ελαφηβολιών < αρχαία ελληνική Ἐλαφηβολιών < ἐλαφηβόλια < ἐλαφηβόλος < ἔλαφος[1] + βάλλω[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.la.fi.vo.liˈon/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ελαφηβολιών αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία