↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐλαφηβολιών οἱ Ἐλαφηβολιῶνες
      γενική τοῦ Ἐλαφηβολιῶνος τῶν Ἐλαφηβολιώνων
      δοτική τῷ Ἐλαφηβολιῶν τοῖς Ἐλαφηβολιῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἐλαφηβολιῶν τοὺς Ἐλαφηβολιῶνᾰς
     κλητική ! Ἐλαφηβολιών Ἐλαφηβολιῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐλαφηβολιῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Ἐλαφηβολιώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἐλαφηβολιών < Ἐλαφηβόλια < ἐλαφηβόλ(ος) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < → δείτε τις λέξεις ἔλαφος και βάλλω

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἐλαφηβολιών, -ῶνος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία