↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πυανεψιών οἱ Πυανεψιῶνες
      γενική τοῦ Πυανεψιῶνος τῶν Πυανεψιώνων
      δοτική τῷ Πυανεψιῶν τοῖς Πυανεψιῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Πυανεψιῶν τοὺς Πυανεψιῶνᾰς
     κλητική ! Πυανεψιών Πυανεψιῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πυανεψιῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Πυανεψιώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πυανεψιών < Πυανέψια < πύανος + ἔψω (βράζω κουκιά) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πυανεψιών, -ῶνος αρσενικό

  • Πυανεψιώνας, ο τέταρτος μήνας στο αττικό ημερολόγιο, από τη γιορτή Πυανέψια ή Πυανόψια η οποία ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα, περίπου 22 Σεπτεμβρίου - 20 Οκτωβρίου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία