Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μαιμακτηριών οἱ Μαιμακτηριῶνες
      γενική τοῦ Μαιμακτηριῶνος τῶν Μαιμακτηριώνων
      δοτική τῷ Μαιμακτηριῶν τοῖς Μαιμακτηριῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Μαιμακτηριῶν τοὺς Μαιμακτηριῶνᾰς
     κλητική ! Μαιμακτηριών Μαιμακτηριῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μαιμακτηριῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Μαιμακτηριώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαιμακτηριών < Ζεύς Μαιμάκτης < μαιμάσσω / μαιμάω• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαιμακτηριών, -ῶνος αρσενικό

Μήνες του αττικού ημερολογίου επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία