Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ποσειδεών οι Ποσειδεώνες
      γενική του Ποσειδεώνος των Ποσειδεώνων
    αιτιατική τον Ποσειδεώνα τους Ποσειδεώνες
     κλητική Ποσειδεών Ποσειδεώνες
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε την κλίση για το αρχαίο Ποσειδεών.
Κατηγορία όπως «Αρμαγεδών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ποσειδεών < αρχαία ελληνική Ποσειδεών

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.si.ðeˈon/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ποσειδεών αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ποσειδεών οἱ Ποσειδεῶνες
      γενική τοῦ Ποσειδεῶνος τῶν Ποσειδεώνων
      δοτική τῷ Ποσειδεῶν τοῖς Ποσειδεῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ποσειδεῶν τοὺς Ποσειδεῶνᾰς
     κλητική ! Ποσειδεών Ποσειδεῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ποσειδεῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Ποσειδεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ποσειδεών, -ῶνος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Μήνες του αττικού ημερολογίου επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία