↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μουνυχιών οἱ Μουνυχιῶνες
      γενική τοῦ Μουνυχιῶνος τῶν Μουνυχιώνων
      δοτική τῷ Μουνυχιῶν τοῖς Μουνυχιῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Μουνυχιῶν τοὺς Μουνυχιῶνᾰς
     κλητική ! Μουνυχιών Μουνυχιῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μουνυχιῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Μουνυχιώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μουνυχιών < Μουνιχία Άρτεμις (εκεί που υπήρχε ο ναός της Μουνιχίας Αρτέμιδος) < (φυσικός λιμένας του Πειραιά) Λιμένας Μουνιχίας < (μυθικός ήρωας, Βασιλιάς της Αθήνας) Μούνιχος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μουνυχιών, -ῶνος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία