ένατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ένατος | η | ένατη | το | ένατο |
γενική | του | ένατου | της | ένατης | του | ένατου |
αιτιατική | τον | ένατο | την | ένατη | το | ένατο |
κλητική | ένατε | ένατη | ένατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ένατοι | οι | ένατες | τα | ένατα |
γενική | των | ένατων | των | ένατων | των | ένατων |
αιτιατική | τους | ένατους | τις | ένατες | τα | ένατα |
κλητική | ένατοι | ένατες | ένατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Αριθμητικό
επεξεργασίαένατος, -η, -ο
- (τακτικό) που ακολουθεί τον όγδοο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν εννιά (9)
- ο ένας από τους εννιά ίσους όρους ενός συνόλου