Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ελαφηβολιώνας οι Ελαφηβολιώνες
      γενική του Ελαφηβολιώνα
Ελαφηβολιώνος
των Ελαφηβολιώνων
    αιτιατική τον Ελαφηβολιώνα τους Ελαφηβολιώνες
     κλητική Ελαφηβολιώνα Ελαφηβολιώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ελαφηβολιώνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἐλαφηβολιών < ἐλαφηβόλια < ἐλαφηβόλος < ἔλαφος + βάλλω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.la.fi.vo.liˈo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐λα‐φη‐βο‐λι‐ώ‐νας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ελαφηβολιώνας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μήνες του αττικού ημερολογίου επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία