Ἐλαφηβόλια
(Ανακατεύθυνση από ἐλαφηβόλια)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἐλαφηβόλια (εννοείται ἱερά) < ἐλαφηβόλ(ος) + -ια, πληθυντικός της κατάληξης ουδέτερου -ιον < → δείτε τις λέξεις ἔλαφος και βάλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ἐλαφηβόλια ουδέτερο στον πληθυντικό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Ἐλαφηβόλια, ἐλαφηβόλια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.