βολίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βολίδα | οι | βολίδες |
γενική | της | βολίδας | των | βολίδων |
αιτιατική | τη | βολίδα | τις | βολίδες |
κλητική | βολίδα | βολίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βολίδα < (ελληνιστική κοινή) βολίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβολίδα θηλυκό
- μεταλλικό όργανο για βυθομετρήσεις
- αντικείμενο που εισέρχεται φλεγόμενο και με μεγάλη ταχύτητα από το διάστημα στη γήινη ατμόσφαιρα
- αντικείμενο που εκτοξεύεται από τον άνθρωπο στο διάστημα για ερευνητικούς σκοπούς
- Το αμερικανικό διαστημόπλοιο Pioneer Venus Multiprobe απελευθέρωσε τέσσερις βολίδες που διέσχισαν τα σύννεφα του πλανήτη Αφροδίτη
- βλήμα πυροβόλου όπλου
- Μία βολίδα βρήκε τη λαβή του όπλου και άλλη μία την κάννη. Αν δεν είχε εκεί το όπλο, θεωρείται βέβαιο ότι και οι δύο βολίδες θα είχαν καρφωθεί στην κοιλιά (Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 3 Αυγ. 2001)
- (μεταφορικά) για κάτι που κινείται με μεγάλη ταχύτητα
- μας χαιρέτισε και έφυγε βολίδα
- το καινούριο μου αυτοκίνητο πάει βολίδα (είναι πολύ γρήγορο)