πυροβολαρχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυροβολαρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυροβολαρχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) Η μικρότερη βασική μονάδα του πυροβολικού, αντίστοιχη του λόχου του πεζικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροβολαρχία