σβούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σβούρα | οι | σβούρες |
γενική | της | σβούρας | των | σβουρών |
αιτιατική | τη | σβούρα | τις | σβούρες |
κλητική | σβούρα | σβούρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σβούρα < (...) < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασβούρα θηλυκό
- παιδικό παιχνίδι σε σχήμα κώνου που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του ματά από μια αρχική ώθηση που του δίνει ο παίκτης τραβώντας απότομα ένα σκοινί τυλιγμένο γύρω από τον άξονά του
- (μεταφορικά) άνθρωπος αεικίνητος, ανήσυχος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σβούρα στη Βικιπαίδεια