Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
μια γιαπωνέζικη σβούρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σβούρα οι σβούρες
      γενική της σβούρας των σβουρών
    αιτιατική τη σβούρα τις σβούρες
     κλητική σβούρα σβούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβούρα < (...) < (ηχομιμητική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σβούρα θηλυκό

  1. παιδικό παιχνίδι σε σχήμα κώνου που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του ματά από μια αρχική ώθηση που του δίνει ο παίκτης τραβώντας απότομα ένα σκοινί τυλιγμένο γύρω από τον άξονά του
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος αεικίνητος, ανήσυχος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία