μια γιαπωνέζικη σβούρα
Δυο σβούρες σε κίνηση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σβούρα οι σβούρες
      γενική της σβούρας των σβουρών
    αιτιατική τη σβούρα τις σβούρες
     κλητική σβούρα σβούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σβούρα < (...) < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σβούρα θηλυκό

  1. παιδικό παιχνίδι σε σχήμα κώνου που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του μετά από μια αρχική ώθηση που του δίνει ο παίκτης τραβώντας απότομα ένα σκοινί τυλιγμένο γύρω από τον άξονά του
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος αεικίνητος, ανήσυχος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία