σβουράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σβουράκι | τα | σβουράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σβουράκι | τα | σβουράκια |
κλητική | σβουράκι | σβουράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σβουράκι < σβούρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zvuˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβου‐ρά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σβουράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σβούρα
- (εργαλείο) ηλεκτρικό εργαλείο με περιστρεφόμενο δίσκο που χρησιμοποιούν οι μαρμαράδες και άλλοι τεχνίτες για τη λείανση επιφανειών
Μεταφράσεις επεξεργασία
το εργαλείο
|