Δείτε επίσης: Μαρμαράς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρμαράς οι μαρμαράδες
      γενική του μαρμαρά των μαρμαράδων
    αιτιατική τον μαρμαρά τους μαρμαράδες
     κλητική μαρμαρά μαρμαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρμαράς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαρμαράς[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε μάρμαρ(ο) + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maɾ.maˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρ‐μα‐ράς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρμαράς αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία