Ετυμολογία

επεξεργασία
marbrier < marbre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
marbrier marbriers

marbrier (fr) αρσενικό

  1. ο μαρμαράς

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό marbrier marbriers
θηλυκό marbrière marbrières

marbrier (fr)

  1. σχετικός με το μάρμαρο