Δείτε επίσης: βόμβυξ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βεμβῑκ-
ονομαστική βέμβιξ αἱ βέμβικες
      γενική τῆς βέμβικος τῶν βεμβίκων
      δοτική τῇ βέμβικ ταῖς βέμβιξ(ν)
    αιτιατική τὴν βέμβικ τὰς βέμβικᾰς
     κλητική ! βέμβιξ βέμβικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βέμβικε
γεν-δοτ τοῖν  βεμβίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βέμβιξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βέμβιξ θηλυκό

  1. σβούρα που περιστρέφεται σε μαστίγιο
    ※  5ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Σφῆκες, 1530. Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου Ar.V.1529‑1530 @greek‑language.gr
    στρόβει, παράβαινε κύκλῳ καὶ γάστρισον σεαυτόν,
    ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον· βέμβικες ἐγγενέσθων.
    Με γυροβολιές χορεύετε σα σβούρες! / Χτύπο στην κοιλιά, το πόδι στον αέρα!
  2. (ελληνιστική σημασία) έντομο που βομβίζει
    ※  2ος αιώνας πκε Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος Ἀλεξιφάρμακα, 183@scaife.perseus
    ῥυσαλέην ἑδανοῖο καὶ ἐκ ψιθίης ἑλίνοιο κείροντες θλίβωσιν, ὅτε ῥοιζηδὰ μέλισσαι, πεμφρηδὼν, σφῆκές τε καὶ ἐκ βέμβικες ὄρειαι γλεῦκος ἅλις δαίνυνται ἐπὶ ῥαγέεσσι πεσοῦσαι, πιοτέρην ὅτε βότρυν ἐσίνατο κηκὰς ἀλώπηξ.
    λείπει η μετάφραση
  3. (ελληνιστική σημασία) δίνη νερού (3ος αιώνας κε Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 5.222)
  4. (ελληνιστική σημασία) κυκλώνας Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β
    ※  <βέμβιξ>· ῥόμβος. στρέβλα. δίνη. ἢ συστροφὴ ἀνέμου
    <βέμβικος δίκην>· ῥόμβου τρόπον. ἐπὶ τοῦ φεύγοντα μὴ <ἐπ'>εὐθείας τὴν φυγὴν ποιεῖσθαι, ἀλλ' εἱλεῖσθαι
    <βεμβικίζει>· ῥομβεῖ. στρέφει. διώκει
    <βέμβιξ>· κῶνος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία