Ετυμολογία

επεξεργασία
on top of < → δείτε τις λέξεις on, top και of

  Έκφραση

επεξεργασία

on top of (en) (ιδιωματισμός)

  1. πάνω (σε/από), που είναι πάνω από κάτι ή κάποιον
    ⮡  a weight on top of him was lifted - έφυγε ένα βάρος από πάνω του
    ⮡  Put it on top of the others.
    Βάλε το πάνω στ' άλλα.
    ⮡  The bus overcrowded and the passengers are on top of each other.
    Παραγέμισε το λεωφορείο κι οι επιβάτες είναι ο ένας πάνω στον άλλο.
    ⮡  Put the dictionary on top of the others.
    Βάλε το λεξικό πάνω από τα άλλα.
  2. κι από πάνω, έπειτα, κιόλας, επιπροσθέτως
    ⮡  It was savory, but he put more salt on top of that.
    Ήταν πικάντικο, αλλά εκείνος έβαλε κι άλλο αλάτι από πάνω.
    ⮡  He borrowed my car, and on top of that, like that wasn’t enough, he asked me to loan him 100 euros!
    Δανείστηκε το αυτοκίνητό μου, κι έπειτα, σα να μην έφτανε αυτό, μου ζήτησε να τον δανείσω 100 ευρώ!
    ⮡  The situation at home is bad; and on top of that grandpa got sick and everything became more difficult.
    Στο σπίτι η κατάσταση είναι άσχημη· αρρώστησε κιόλας κι ο παππούς και όλα έγιναν πιο δύσκολα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally
  3. έχω υπό τον έλεγχο, ελέγχω την κατάσταση
    ⮡  He is not on top of the situation.
    Δεν ελέγχει την κατάσταση.

Δείτε επίσης

επεξεργασία