on top of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαon top of (en) (ιδιωματισμός)
- πάνω (σε/από), που είναι πάνω από κάτι ή κάποιον
- ⮡ a weight on top of him was lifted - έφυγε ένα βάρος από πάνω του
- ⮡ Put it on top of the others.
- Βάλε το πάνω στ' άλλα.
- ⮡ The bus overcrowded and the passengers are on top of each other.
- Παραγέμισε το λεωφορείο κι οι επιβάτες είναι ο ένας πάνω στον άλλο.
- ⮡ Put the dictionary on top of the others.
- Βάλε το λεξικό πάνω από τα άλλα.
- κι από πάνω, έπειτα, κιόλας, επιπροσθέτως
- ⮡ It was savory, but he put more salt on top of that.
- Ήταν πικάντικο, αλλά εκείνος έβαλε κι άλλο αλάτι από πάνω.
- ⮡ He borrowed my car, and on top of that, like that wasn’t enough, he asked me to loan him 100 euros!
- Δανείστηκε το αυτοκίνητό μου, κι έπειτα, σα να μην έφτανε αυτό, μου ζήτησε να τον δανείσω 100 ευρώ!
- ⮡ The situation at home is bad; and on top of that grandpa got sick and everything became more difficult.
- Στο σπίτι η κατάσταση είναι άσχημη· αρρώστησε κιόλας κι ο παππούς και όλα έγιναν πιο δύσκολα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally
- ⮡ It was savory, but he put more salt on top of that.
- έχω υπό τον έλεγχο, ελέγχω την κατάσταση
- ⮡ He is not on top of the situation.
- Δεν ελέγχει την κατάσταση.
- ⮡ He is not on top of the situation.