papo
Βασκικά (eu)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpapo (eu)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | papo | papoj |
αιτιατική | papon | papojn |
papo (eo)
- ο πάπας