↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στηθοσκόπηση οι στηθοσκοπήσεις
      γενική της στηθοσκόπησης* των στηθοσκοπήσεων
    αιτιατική τη στηθοσκόπηση τις στηθοσκοπήσεις
     κλητική στηθοσκόπηση στηθοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στηθοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στηθοσκόπηση < στηθοσκοπώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στηθοσκόπηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία