στηθοσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στηθοσκοπώ < στήθος + -ο- + -σκοπώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stéthoscoper)
Ρήμα
επεξεργασίαστηθοσκοπώ (παθητική φωνή: στηθοσκοπούμαι)
- (ιατρική) εξετάζω όργανα στην περιοχή του στήθους ή της θωρακικής κοιλότητας με στηθοσκόπιο
Συγγενικά
επεξεργασία- αστηθοσκόπητος
- στηθοσκοπημένος
- στηθοσκόπηση
- στηθοσκοπία
- στηθοσκοπικά
- στηθοσκοπικός
- στηθοσκοπικώς
- στηθοσκόπιο
- → δείτε τις λέξεις στήθος και σκοπός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στηθοσκοπώ | στηθοσκοπούσα | θα στηθοσκοπώ | να στηθοσκοπώ | στηθοσκοπώντας | |
β' ενικ. | στηθοσκοπείς | στηθοσκοπούσες | θα στηθοσκοπείς | να στηθοσκοπείς | (στηθοσκόπει) | |
γ' ενικ. | στηθοσκοπεί | στηθοσκοπούσε | θα στηθοσκοπεί | να στηθοσκοπεί | ||
α' πληθ. | στηθοσκοπούμε | στηθοσκοπούσαμε | θα στηθοσκοπούμε | να στηθοσκοπούμε | ||
β' πληθ. | στηθοσκοπείτε | στηθοσκοπούσατε | θα στηθοσκοπείτε | να στηθοσκοπείτε | στηθοσκοπείτε | |
γ' πληθ. | στηθοσκοπούν(ε) | στηθοσκοπούσαν(ε) | θα στηθοσκοπούν(ε) | να στηθοσκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στηθοσκόπησα | θα στηθοσκοπήσω | να στηθοσκοπήσω | στηθοσκοπήσει | ||
β' ενικ. | στηθοσκόπησες | θα στηθοσκοπήσεις | να στηθοσκοπήσεις | στηθοσκόπησε | ||
γ' ενικ. | στηθοσκόπησε | θα στηθοσκοπήσει | να στηθοσκοπήσει | |||
α' πληθ. | στηθοσκοπήσαμε | θα στηθοσκοπήσουμε | να στηθοσκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | στηθοσκοπήσατε | θα στηθοσκοπήσετε | να στηθοσκοπήσετε | στηθοσκοπήστε | ||
γ' πληθ. | στηθοσκόπησαν στηθοσκοπήσαν(ε) |
θα στηθοσκοπήσουν(ε) | να στηθοσκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στηθοσκοπήσει | είχα στηθοσκοπήσει | θα έχω στηθοσκοπήσει | να έχω στηθοσκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις στηθοσκοπήσει | είχες στηθοσκοπήσει | θα έχεις στηθοσκοπήσει | να έχεις στηθοσκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει στηθοσκοπήσει | είχε στηθοσκοπήσει | θα έχει στηθοσκοπήσει | να έχει στηθοσκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στηθοσκοπήσει | είχαμε στηθοσκοπήσει | θα έχουμε στηθοσκοπήσει | να έχουμε στηθοσκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε στηθοσκοπήσει | είχατε στηθοσκοπήσει | θα έχετε στηθοσκοπήσει | να έχετε στηθοσκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στηθοσκοπήσει | είχαν στηθοσκοπήσει | θα έχουν στηθοσκοπήσει | να έχουν στηθοσκοπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στηθοσκοπώ
Πηγές
επεξεργασία- στηθοσκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στηθοσκοπώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)