Ετυμολογία

επεξεργασία
στηθοσκοπώ < στήθος + -ο- + -σκοπώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stéthoscoper)

στηθοσκοπώ (παθητική φωνή: στηθοσκοπούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία