στηθοσκοπούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαστηθοσκοπούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος στηθοσκοπώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στηθοσκοπούμαι | στηθοσκοπούμουν | θα στηθοσκοπούμαι | να στηθοσκοπούμαι | ||
β' ενικ. | στηθοσκοπείσαι | στηθοσκοπούσουν | θα στηθοσκοπείσαι | να στηθοσκοπείσαι | ||
γ' ενικ. | στηθοσκοπείται | στηθοσκοπούνταν | θα στηθοσκοπείται | να στηθοσκοπείται | ||
α' πληθ. | στηθοσκοπούμαστε | στηθοσκοπούμασταν στηθοσκοπούμαστε |
θα στηθοσκοπούμαστε | να στηθοσκοπούμαστε | ||
β' πληθ. | στηθοσκοπείστε | στηθοσκοπούσασταν στηθοσκοπούσαστε |
θα στηθοσκοπείστε | να στηθοσκοπείστε | στηθοσκοπείστε | |
γ' πληθ. | στηθοσκοπούνται | στηθοσκοπούνταν | θα στηθοσκοπούνται | να στηθοσκοπούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στηθοσκοπήθηκα | θα στηθοσκοπηθώ | να στηθοσκοπηθώ | στηθοσκοπηθεί | ||
β' ενικ. | στηθοσκοπήθηκες | θα στηθοσκοπηθείς | να στηθοσκοπηθείς | στηθοσκοπήσου | ||
γ' ενικ. | στηθοσκοπήθηκε | θα στηθοσκοπηθεί | να στηθοσκοπηθεί | |||
α' πληθ. | στηθοσκοπηθήκαμε | θα στηθοσκοπηθούμε | να στηθοσκοπηθούμε | |||
β' πληθ. | στηθοσκοπηθήκατε | θα στηθοσκοπηθείτε | να στηθοσκοπηθείτε | στηθοσκοπηθείτε | ||
γ' πληθ. | στηθοσκοπήθηκαν στηθοσκοπηθήκαν(ε) |
θα στηθοσκοπηθούν(ε) | να στηθοσκοπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στηθοσκοπηθεί | είχα στηθοσκοπηθεί | θα έχω στηθοσκοπηθεί | να έχω στηθοσκοπηθεί | στηθοσκοπημένος | |
β' ενικ. | έχεις στηθοσκοπηθεί | είχες στηθοσκοπηθεί | θα έχεις στηθοσκοπηθεί | να έχεις στηθοσκοπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στηθοσκοπηθεί | είχε στηθοσκοπηθεί | θα έχει στηθοσκοπηθεί | να έχει στηθοσκοπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στηθοσκοπηθεί | είχαμε στηθοσκοπηθεί | θα έχουμε στηθοσκοπηθεί | να έχουμε στηθοσκοπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στηθοσκοπηθεί | είχατε στηθοσκοπηθεί | θα έχετε στηθοσκοπηθεί | να έχετε στηθοσκοπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στηθοσκοπηθεί | είχαν στηθοσκοπηθεί | θα έχουν στηθοσκοπηθεί | να έχουν στηθοσκοπηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία στηθοσκοπούμαι
|
Πηγές
επεξεργασία- στηθοσκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας